- ἄνυδρος
- ἄνυδροςwaterlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
άνυδρος — η, ο ο χωρίς βροχές, ξηρός: Ο τόπος που τους έδωσαν να ζήσουν ήταν άνυδρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυδρότατον — ἄνυδρος waterless masc acc superl sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνυδρον — ἄνυδρος waterless masc/fem acc sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτάτην — ἄνυδρος waterless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτάτου — ἄνυδρος waterless masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτέροις — ἄνυδρος waterless masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδροις — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδροισιν — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδρου — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)